- τόξευμα
- το, ΝΜΑ, και τόξεμα Ν [τοξεύω]αυτό που εξακοντίζεται με το τόξο, το βέλος, η σαΐτα («ἵππος βάλλεται τοξεύματι τὰ πλευρά», Ηρόδ.)νεοελλ.η ενέργεια τού τοξεύω, η βολή με τόξο, τόξευσηαρχ.1. το βεληνεκές τού τόξου («ἐντὸς τοξεύματος», Ευρ.)2. (γενικά) καθετί που ρίχνεται μακριά, που εκτοξεύεται (α. «ὄμματος θελκτήριον τόξευμα», Αισχύλ.β. «καρδίας τοξεύματα», Σοφ.)3. στον πληθ. τὰ τοξεύματαστρατιωτική δύναμη από τοξότες4. φρ. «τόξευμα ἐξικνέεταί που» — το βέλος διανύει μια απόσταση και φθάνει κάπου (Ηρόδ., Ξεν.).
Dictionary of Greek. 2013.